Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

διέλκω < δι- + ἕλκω

  Ρήμα επεξεργασία

διέλκω

  1. διευρύνω, ανοίγω
  2. τραβάω ή σέρνω με τη χρήση κάποιου μέσου
  3. (χρονική διάρκεια) επιμηκύνω, επεκτείνω

Κλίση επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία