διέλκω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαδιέλκω
Κλίση
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- διέλκυση (νέα ελλην., τεχνολογικός όρος)
Πηγές
επεξεργασία- Μέγα λεξικόν τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, τόμ. Α΄ (Αθήνα: Εκ του Τυπογραφείου των Καταστημάτων Ανέστη Κωνσταντινίδου, 1903), σ. 619.
- διέλκω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.