Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διέλκυση οι διελκύσεις
      γενική της διέλκυσης* των διελκύσεων
    αιτιατική τη διέλκυση τις διελκύσεις
     κλητική διέλκυση διελκύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διελκύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διέλκυση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διέλκω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διέλκυση θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία