διέλκυση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διέλκυση | οι | διελκύσεις |
γενική | της | διέλκυσης* | των | διελκύσεων |
αιτιατική | τη | διέλκυση | τις | διελκύσεις |
κλητική | διέλκυση | διελκύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, διελκύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- διέλκυση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διέλκω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό επεξεργασία
διέλκυση θηλυκό
- (τεχνολογία υλικών) διεργασία που μέσω παραμόρφωσης επιτυγχάνεται αύξηση της αντοχής και σκλήρυνση υλικών (όπως πολυμερή και μέταλλα)
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
διέλκυση
|