διέλαση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διέλαση | οι | διελάσεις |
γενική | της | διέλασης* | των | διελάσεων |
αιτιατική | τη | διέλαση | τις | διελάσεις |
κλητική | διέλαση | διελάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, διελάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- διέλαση < ελληνιστική κοινή διέλασις ((σημασιολογικό δάνειο) αγγλική extrusion)
Ουσιαστικό επεξεργασία
διέλαση θηλυκό
- τρόπος κατεργασίας του αλουμινίου ή άλλου υλικού, κατά την οποία μικραίνει η διατομή του και μεγαλώνει το μήκος του