Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διεγχειρητικός η διεγχειρητική το διεγχειρητικό
      γενική του διεγχειρητικού της διεγχειρητικής του διεγχειρητικού
    αιτιατική τον διεγχειρητικό τη διεγχειρητική το διεγχειρητικό
     κλητική διεγχειρητικέ διεγχειρητική διεγχειρητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διεγχειρητικοί οι διεγχειρητικές τα διεγχειρητικά
      γενική των διεγχειρητικών των διεγχειρητικών των διεγχειρητικών
    αιτιατική τους διεγχειρητικούς τις διεγχειρητικές τα διεγχειρητικά
     κλητική διεγχειρητικοί διεγχειρητικές διεγχειρητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

διεγχειρητικός < δι- + εγχειρητικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική intraoperative)

  Επίθετο επεξεργασία

διεγχειρητικός

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία