Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο διαχωριστής οι διαχωριστές
      γενική του διαχωριστή των διαχωριστών
    αιτιατική τον διαχωριστή τους διαχωριστές
     κλητική διαχωριστή διαχωριστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαχωριστής < διαχωρίζω + -ιστής, (μεταφραστικό δάνειο) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διαχωριστής αρσενικό

Σημειώσεις επεξεργασία

  • υπάρχει πλήθος διαχωριστών, ανάλογα με το υλικό με το οποίο σχετίζονται, όπως διαχωριστής γάλακτος, διαχωριστής ξύλου, διαχωριστής μελιού κ.ο.κ.
  • ορισμένοι χρησιμοποιούν τη λέξη διαχωριστής για συσκευές διακλάδωσης, δηλ. ως συνώνυμη του διακλαδωτής

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία