διαχυτικότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διαχυτικότητα < διαχυτικός + -ότητα < αρχαία ελληνική διαχυτικός < διαχέω < διά + χέω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵʰew- (χέω, χύνω, ρέω)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ði̯a.çi.tiˈko.ti.ta/ & /ðʝa.çi.tiˈko.ti.ta/
Ουσιαστικό επεξεργασία
διαχυτικότητα θηλυκό
- το να είναι κάποιος διαχυτικός, η ιδιότητα του διαχυτικού
Μεταφράσεις επεξεργασία
διαχυτικότητα