Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
διαχειμασμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
διαχειμασμέν
ος
η
διαχειμασμέν
η
το
διαχειμασμέν
ο
γενική
του
διαχειμασμέν
ου
της
διαχειμασμέν
ης
του
διαχειμασμέν
ου
αιτιατική
τον
διαχειμασμέν
ο
τη
διαχειμασμέν
η
το
διαχειμασμέν
ο
κλητική
διαχειμασμέν
ε
διαχειμασμέν
η
διαχειμασμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
διαχειμασμέν
οι
οι
διαχειμασμέν
ες
τα
διαχειμασμέν
α
γενική
των
διαχειμασμέν
ων
των
διαχειμασμέν
ων
των
διαχειμασμέν
ων
αιτιατική
τους
διαχειμασμέν
ους
τις
διαχειμασμέν
ες
τα
διαχειμασμέν
α
κλητική
διαχειμασμέν
οι
διαχειμασμέν
ες
διαχειμασμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
διαχειμασμένος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
διαχειμάζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
διαχειμασμένος