↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαχειμασμένος η διαχειμασμένη το διαχειμασμένο
      γενική του διαχειμασμένου της διαχειμασμένης του διαχειμασμένου
    αιτιατική τον διαχειμασμένο τη διαχειμασμένη το διαχειμασμένο
     κλητική διαχειμασμένε διαχειμασμένη διαχειμασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαχειμασμένοι οι διαχειμασμένες τα διαχειμασμένα
      γενική των διαχειμασμένων των διαχειμασμένων των διαχειμασμένων
    αιτιατική τους διαχειμασμένους τις διαχειμασμένες τα διαχειμασμένα
     κλητική διαχειμασμένοι διαχειμασμένες διαχειμασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

διαχειμασμένος




  Μεταφράσεις

επεξεργασία