→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / διατελής τὸ διατελές
      γενική τοῦ/τῆς διατελοῦς τοῦ διατελοῦς
      δοτική τῷ/τῇ διατελεῖ τῷ διατελεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν διατελ τὸ διατελές
     κλητική ! διατελές διατελές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ διατελεῖς τὰ διατελ
      γενική τῶν διατελῶν τῶν διατελῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς διατελέσ(ν) τοῖς διατελέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς διατελεῖς τὰ διατελ
     κλητική ! διατελεῖς διατελ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ διατελεῖ τὼ διατελεῖ
      γεν-δοτ τοῖν διατελοῖν τοῖν διατελοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διατελής < δια- + -τελής < διατελέω

  Επίθετο

επεξεργασία

διατελής, -ής, -ές

  1. συνεχής, αδιάκοπος, διαρκής, ακατάπαυστος
    ※  5ος πκε αιώνας Σοφοκλῆς, Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ, στίχ. 1514 (1514-1515)
    αἱ πολλὰ βρονταὶ διατελεῖς τὰ πολλά τε | στράψαντα χειρὸς τῆς ἀνικήτου βέλη.
    Οι αλλεπάλληλες πολλές βροντές, και τα πολλά | αστροπελέκια έφυγαν από χέρι ανίκητο.
    Μετάφραση (2004): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, Αθήνα: ΜΙΕΤ @greek‑language.gr
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Πλάτων, Πολιτεία, 10, 618a
    τυραννίδας τε γὰρ ἐν αὐτοῖς εἶναι, τὰς μὲν διατελεῖς, τὰς δὲ καὶ μεταξὺ διαφθειρομένας καὶ εἰς πενίας τε καὶ φυγὰς καὶ εἰς πτωχείας τελευτώσας·
    Υπήρχαν λοιπόν μεταξύ τους τυραννίες, άλλες ισόβιες και άλλες που καταλύονταν στο μεταξύ και καταντούσαν σε πενία, εξορία και επαιτεία·
    Μετάφραση (στη δημοτική, χ.χ.): Ιωάννης Γρυπάρης. Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ, 2015 (στην καθαρεύουσα, 1911, Εκδ.Φέξη) @greek‑language.gr
  2. αιώνιος

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία