Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διασυνδεσιμότητα οι διασυνδεσιμότητες
      γενική της διασυνδεσιμότητας των διασυνδεσιμοτήτων
    αιτιατική τη διασυνδεσιμότητα τις διασυνδεσιμότητες
     κλητική διασυνδεσιμότητα διασυνδεσιμότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διασυνδεσιμότητα < δια- + συνδεσιμότητα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική interconnectedness)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διασυνδεσιμότητα θηλυκό

  1. (νεολογισμός) η σύνδεση δύο (πραγμάτων, οντοτήτων κ.λπ.) μεταξύ τους μέσω άλλου
  2. (νεολογισμός, πληροφορική) το να υπάρχουν σε ένα λήμμα ενεργές λέξειςσύνδεσμοι με άλλα λήμματα που επίσης παρέχουν την ίδια δυνατότητα

  Μεταφράσεις επεξεργασία