διασυνδεσιμότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διασυνδεσιμότητα < δια- + συνδεσιμότητα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική interconnectedness)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιασυνδεσιμότητα θηλυκό
- (νεολογισμός) η σύνδεση δύο (πραγμάτων, οντοτήτων κ.λπ.) μεταξύ τους μέσω άλλου
- (νεολογισμός, πληροφορική) το να υπάρχουν σε ένα λήμμα ενεργές λέξεις—σύνδεσμοι με άλλα λήμματα που επίσης παρέχουν την ίδια δυνατότητα
Μεταφράσεις
επεξεργασία διασυνδεσιμότητα