Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διασκόπηση οι διασκοπήσεις
      γενική της διασκόπησης* των διασκοπήσεων
    αιτιατική τη διασκόπηση τις διασκοπήσεις
     κλητική διασκόπηση διασκοπήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διασκοπήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διασκόπηση < (καθαρεύουσα) διασκόπησις < αρχαία ελληνική διασκοπέω + -σις < σκοπέω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διασκόπηση θηλυκό

  1. η προσεκτική εξέταση
  2. (γεωλογία) η εξέταση του υπεδάφους, με σκοπό την διακρίβωση της δομής του ή την εύρεση κοιτασμάτων (υδρογονονανθράκων, μεταλλευμάτων κ.ά.)
     συνώνυμα: γεωδιασκόπηση
    Την ίδια ώρα αποκαλύπτεται ότι η γεωφυσική διασκόπηση που έγινε πριν από έναν χρόνο από τον αναπληρωτή καθηγητή του Τμήματος Γεωπληροφορικής και Τοπογραφίας του ΤΕΙ Σερρών Κωνσταντίνο Παπαθεοδώρου έδειξε ότι στο εσωτερικό υπάρχουν τρεις χώροι και οι αρχαιολόγοι ελπίζουν τώρα να μην έχει καταρρεύσει η οροφή και να μη γέμισε ο χώρος με τόνους χώματα, γιατί αυτό θα καθυστερήσει αρκετά την είσοδό τους στον τάφο. (*)
    ※  Επίσης, στο πλαίσιο της έρευνας, αποτυπώθηκε ο υποθαλάσσιος υστερορωμαϊκός μόλος που βρίσκεται στην περιοχή της Λαζαρέτας και πραγματοποιήθηκε γεωφυσική διασκόπηση στον κόλπο του λιμανιού της Σκιάθου (Αρχαιολογικόν δελτίον - τόμος 68, μέρος 2, τεύχος 2, 2013, σελ. 905)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία