γεωδιασκόπηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γεωδιασκόπηση | οι | γεωδιασκοπήσεις |
γενική | της | γεωδιασκόπησης* | των | γεωδιασκοπήσεων |
αιτιατική | τη | γεωδιασκόπηση | τις | γεωδιασκοπήσεις |
κλητική | γεωδιασκόπηση | γεωδιασκοπήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, γεωδιασκοπήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γεωδιασκόπηση < γεω- + (καθαρεύουσα) διασκόπησις < αρχαία ελληνική διασκοπέω + -σις < σκοπέω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγεωδιασκόπηση θηλυκό
- (γεωλογία) η εξέταση του υπεδάφους, με σκοπό την διακρίβωση της δομής του ή την εύρεση κοιτασμάτων (υδρογονονανθράκων, μεταλλευμάτων κ.ά.)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία γεωδιασκόπηση
|