Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαρχικός η διαρχική το διαρχικό
      γενική του διαρχικού της διαρχικής του διαρχικού
    αιτιατική τον διαρχικό τη διαρχική το διαρχικό
     κλητική διαρχικέ διαρχική διαρχικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαρχικοί οι διαρχικές τα διαρχικά
      γενική των διαρχικών των διαρχικών των διαρχικών
    αιτιατική τους διαρχικούς τις διαρχικές τα διαρχικά
     κλητική διαρχικοί διαρχικές διαρχικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαρχικός < διαρχία + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

διαρχικός

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία