Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
διαρχικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
διαρχικ
ός
η
διαρχικ
ή
το
διαρχικ
ό
γενική
του
διαρχικ
ού
της
διαρχικ
ής
του
διαρχικ
ού
αιτιατική
τον
διαρχικ
ό
τη
διαρχικ
ή
το
διαρχικ
ό
κλητική
διαρχικ
έ
διαρχικ
ή
διαρχικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
διαρχικ
οί
οι
διαρχικ
ές
τα
διαρχικ
ά
γενική
των
διαρχικ
ών
των
διαρχικ
ών
των
διαρχικ
ών
αιτιατική
τους
διαρχικ
ούς
τις
διαρχικ
ές
τα
διαρχικ
ά
κλητική
διαρχικ
οί
διαρχικ
ές
διαρχικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
διαρχικός
<
διαρχία
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
διαρχικός
που έχει
σχέση
με τη
διαρχία
ή αναφέρεται σ’ αυτή
Άλλες μορφές
επεξεργασία
δυαρχικός
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
διαρχία
,
δύο
και
άρχω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
διαρχικός
αγγλικά
:
diarchic
(en)