διαμυδαλέος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διαμυδαλέος < διαμυδάω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
επεξεργασίαδιαμυδαλέος, -α, -ον
- (σπάνιο) διαποτισμένος, κατάβροχος, νοτισμένος, μουσκεμένος
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Πέρσαι, στίχ. 539 (537-540)
- πολλαὶ δ᾽ ἁπαλαῖς χερσὶ καλύπτρας | κατερεικόμεναι | διαμυδαλέους δάκρυσι κόλπους | τέγγουσ᾽, ἄλγους μετέχουσαι.
- Μύριες τώρα γυναίκες ξεσκίζουνε | με τ᾽ αδύναμα χέρια τους πέπλους των | και με δάκρυα ποτάμια ολομούσκευτους | πλημμυρούνε τους κόρφους των, | που όλες έχουνε μέρος στο πένθος.
- Μετάφραση (1930): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Εστία @greek‑language.gr
- πολλαὶ δ᾽ ἁπαλαῖς χερσὶ καλύπτρας | κατερεικόμεναι | διαμυδαλέους δάκρυσι κόλπους | τέγγουσ᾽, ἄλγους μετέχουσαι.
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Πέρσαι, στίχ. 539 (537-540)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- διαμυδαλέος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διαμυδαλέος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.