γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική διαμυδαλέος διαμυδαλέ τὸ διαμυδαλέον
      γενική τοῦ διαμυδαλέου τῆς διαμυδαλέᾱς τοῦ διαμυδαλέου
      δοτική τῷ διαμυδαλέ τῇ διαμυδαλέ τῷ διαμυδαλέ
    αιτιατική τὸν διαμυδαλέον τὴν διαμυδαλέᾱν τὸ διαμυδαλέον
     κλητική ! διαμυδαλέε διαμυδαλέ διαμυδαλέον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ διαμυδαλέοι αἱ διαμυδαλέαι τὰ διαμυδαλέ
      γενική τῶν διαμυδαλέων τῶν διαμυδαλέων τῶν διαμυδαλέων
      δοτική τοῖς διαμυδαλέοις ταῖς διαμυδαλέαις τοῖς διαμυδαλέοις
    αιτιατική τοὺς διαμυδαλέους τὰς διαμυδαλέᾱς τὰ διαμυδαλέ
     κλητική ! διαμυδαλέοι διαμυδαλέαι διαμυδαλέ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ διαμυδαλέω τὼ διαμυδαλέ τὼ διαμυδαλέω
      γεν-δοτ τοῖν διαμυδαλέοιν τοῖν διαμυδαλέαιν τοῖν διαμυδαλέοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διαμυδαλέος < διαμυδάω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Επίθετο

επεξεργασία

διαμυδαλέος, -α, -ον

Συνώνυμα

επεξεργασία