Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαμετακομιστικός η διαμετακομιστική το διαμετακομιστικό
      γενική του διαμετακομιστικού της διαμετακομιστικής του διαμετακομιστικού
    αιτιατική τον διαμετακομιστικό τη διαμετακομιστική το διαμετακομιστικό
     κλητική διαμετακομιστικέ διαμετακομιστική διαμετακομιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαμετακομιστικοί οι διαμετακομιστικές τα διαμετακομιστικά
      γενική των διαμετακομιστικών των διαμετακομιστικών των διαμετακομιστικών
    αιτιατική τους διαμετακομιστικούς τις διαμετακομιστικές τα διαμετακομιστικά
     κλητική διαμετακομιστικοί διαμετακομιστικές διαμετακομιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαμετακομιστικός (μαρτυρείται από το 1866)[1]< διαμετακομίζω + -τικός < δια- + μετακομίζω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική transitaire)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ði̯a.me.ta.ko.mi.stiˈkos/ & /ðʝa.me.ta.ko.mi.stiˈkos/

  Επίθετο επεξεργασία

διαμετακομιστικός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. σελ. 280, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου