διαμετακομιστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διαμετακομιστικός (μαρτυρείται από το 1866)[1]< διαμετακομίζω + -τικός < δια- + μετακομίζω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική transitaire)
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
διαμετακομιστικός
- που έχει σχέση με τη διαμετακόμιση ή αναφέρεται σ' αυτή
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις διαμετακομίζω και μετακομίζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
διαμετακομιστικός
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σελ. 280, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου