διαμαντοκόλλητος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διαμαντοκόλλητος < αδαμαντοκόλλητος. Μορφολογικά, διαμάντ(ι) + -ο- + κολλητός
Επίθετο
επεξεργασίαδιαμαντοκόλλητος
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία διαμαντοκόλλητος
|