↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διακειμενικότητα οι διακειμενικότητες
      γενική της διακειμενικότητας των διακειμενικοτήτων
    αιτιατική τη διακειμενικότητα τις διακειμενικότητες
     κλητική διακειμενικότητα διακειμενικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διακειμενικότητα < διακειμενικός + -ότητα (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική intertextualité[1] ή μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική intertextuality[1])

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ðʝa.ci.me.niˈko.ti.ta/ & /ði.a.ci.me.niˈko.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δια‐κει‐με‐νι‐κό‐τη‐τα ή δι‐α‐κει‐με‐νι‐κό‐τη‐τα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

διακειμενικότητα θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 διακειμενικότηταΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)