διακειμενικότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διακειμενικότητα < διακειμενικός + -ότητα (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική intertextualité[1] ή μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική intertextuality[1])
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ðʝa.ci.me.niˈko.ti.ta/ & /ði.a.ci.me.niˈko.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δια‐κει‐με‐νι‐κό‐τη‐τα ή δι‐α‐κει‐με‐νι‐κό‐τη‐τα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιακειμενικότητα θηλυκό
- (λογοτεχνία) λογοτεχνική θεωρία σύμφωνα με την οποία κάθε κείμενο σχετίζεται με άλλα κείμενα μέσω αναφορών, παραπομπών, παραφράσεων ή άλλων τρόπων, δημιουργώντας έτσι ένα δίκτυο νοημάτων και συνειρμών, όπως επίσης κάθε κείμενο επηρεάζεται και διαμορφώνεται από προηγούμενα κείμενα
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις διακειμενικός, κείμενο και κείμαι
Δείτε επίσης
επεξεργασία- συγκειμενικότητα (σπάνιο)
- υπερκειμενικότητα
Μεταφράσεις
επεξεργασία διακειμενικότητα
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 διακειμενικότητα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)