διακειμενικότητα
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- διακειμενικότητα < διακειμενικός + -ότητα, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική intertextuality
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
διακειμενικότητα θηλυκό
- (λογοτεχνία) το σύνολο των σχέσεων που βρίσκει ο αναγνώστης ενός λογοτεχνικού κειμένου ανάμεσα σ’ αυτό και σε άλλα κείμενα
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
διακειμενικότητα