διαβρογχικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διαβρογχικός < δια- + βρογχικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική transbronchial)
Επίθετο επεξεργασία
διαβρογχικός
- που βρίσκεται ή περνά ανάμεσα από τους βρόγχους
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη βρόγχος
Μεταφράσεις επεξεργασία
διαβρογχικός