διάνεμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διάνεμα < ελληνιστική κοινή διάνευμα < διανεύ(ω) + -μα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιάνεμα ουδέτερο
- άλλη γραφή του νεύμα
- (ιδιωματικό) η φευγαλέα αμυδρά μορφή ενός ανθρώπου ή ζώου (ή αντικειμένου) που περνά και χάνεται, η σκιά του
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη νεύω
Μεταφράσεις
επεξεργασία διάνεμα
|