Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φευγαλέα < φευγαλέος

  Επίρρημα επεξεργασία

φευγαλέα

  • για μια στιγμή, όχι καθαρά
  • τον είδα φευγεαλέα την ώρα που έμπαινα

  Μεταφράσεις επεξεργασία