Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
διανεύω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Συνώνυμα
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
διανεύω
<
ελληνιστική κοινή
διανεύω
<
αρχαία ελληνική
διά
+
νεύω
Ρήμα
επεξεργασία
διανεύω
(
παρωχημένο
) ποιητικός τύπος
κάνω
νεύμα
Συγγενικά
επεξεργασία
διάνεμα
/
διάνευμα
Συνώνυμα
επεξεργασία
γνέφω
νεύω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
διανεύω
→
δείτε
τις λέξεις
νεύω
και
γνέφω