διάνευμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διάνευμα < ελληνιστική κοινή διάνευμα < διανεύ(ω) + -μα
Ουσιαστικό επεξεργασία
διάνευμα ουδέτερο
- άλλη μορφή του διάνεμα
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη νεύω
Μεταφράσεις επεξεργασία
διάνευμα
|