δηλιακός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | δηλιακός | η | δηλιακή | το | δηλιακό |
γενική | του | δηλιακού | της | δηλιακής | του | δηλιακού |
αιτιατική | τον | δηλιακό | τη | δηλιακή | το | δηλιακό |
κλητική | δηλιακέ | δηλιακή | δηλιακό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | δηλιακοί | οι | δηλιακές | τα | δηλιακά |
γενική | των | δηλιακών | των | δηλιακών | των | δηλιακών |
αιτιατική | τους | δηλιακούς | τις | δηλιακές | τα | δηλιακά |
κλητική | δηλιακοί | δηλιακές | δηλιακά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δηλιακός < αρχαία ελληνική Δηλιακός < Δῆλος < δῆλος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dyew- (ουρανός, λάμπω)
Επίθετο
επεξεργασίαδηλιακός
- που έχει σχέση με τη Δήλο, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη Δήλος
Μεταφράσεις
επεξεργασία δηλιακός
|