Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈði.lo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Δήλο

  Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος επεξεργασία

Δήλο θηλυκό