δερματομυοσίτιδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δερματομυοσίτιδα < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική dermatomyosite ή λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική dermatomyositis < αρχαία ελληνική δέρμα + μῦς
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδερματομυοσίτιδα θηλυκό
- (ιατρική) σπάνια φλεγμονώδης μυοπάθεια που χαρακτηρίζεται από μυϊκή αδυναμία και δερματικές βλάβες, συνήθως λόγω αυτοάνοσης αντίδρασης
- ※ Είχε προσβληθεί από δερματομυοσίτιδα, μια ασθένεια που επηρεάζει τους μυς και τους ιστούς γενικά, συμπεριλαμβανομένων εκείνων του λάρυγγα. (www.tovima.gr, 14.12.2010)
Μεταφράσεις
επεξεργασία δερματομυοσίτιδα
Πηγές
επεξεργασία- δερματομυοσίτιδα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)