↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δερματομυοσίτιδα οι δερματομυοσίτιδες
      γενική της δερματομυοσίτιδας των δερματομυοσίτιδων
    αιτιατική τη δερματομυοσίτιδα τις δερματομυοσίτιδες
     κλητική δερματομυοσίτιδα δερματομυοσίτιδες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δερματομυοσίτιδα < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική dermatomyosite ή λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική dermatomyositis < αρχαία ελληνική δέρμα + μῦς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

δερματομυοσίτιδα θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία