Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
δερβίσικος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Επίρρημα
1.3.1
Συγγενικά
1.3.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
δερβίσικ
ος
η
δερβίσικ
η
το
δερβίσικ
ο
γενική
του
δερβίσικ
ου
της
δερβίσικ
ης
του
δερβίσικ
ου
αιτιατική
τον
δερβίσικ
ο
τη
δερβίσικ
η
το
δερβίσικ
ο
κλητική
δερβίσικ
ε
δερβίσικ
η
δερβίσικ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
δερβίσικ
οι
οι
δερβίσικ
ες
τα
δερβίσικ
α
γενική
των
δερβίσικ
ων
των
δερβίσικ
ων
των
δερβίσικ
ων
αιτιατική
τους
δερβίσικ
ους
τις
δερβίσικ
ες
τα
δερβίσικ
α
κλητική
δερβίσικ
οι
δερβίσικ
ες
δερβίσικ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
δερβίσικος
<
δερβίσ(ης)
+
-ικος
, λόγια προφορά του
ντερβίσικος
<
→
δείτε
τη
λέξη
ντερβίσης
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
ðeɾˈvi.si.kos
/
Επίρρημα
επεξεργασία
δερβίσικος
άλλη μορφή
του
ντερβίσικος
Συγγενικά
επεξεργασία
δερβίσικα
→
δείτε
τη
λέξη
ντερβίσης
Μεταφράσεις
επεξεργασία
δερβίσικος
→
δείτε
τη
λέξη
ντερβίσικος