Δείτε επίσης: Δερβίσης
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δερβίσης οι δερβίσηδες
      γενική του δερβίση των δερβίσηδων
    αιτιατική τον δερβίση τους δερβίσηδες
     κλητική δερβίση δερβίσηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
δερβίσης < λόγια επίδραση στο ντερβίσης

Ουσιαστικό

επεξεργασία

δερβίσης αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία