Δείτε επίσης: Δερβίσης
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δερβίσης οι δερβίσηδες
      γενική του δερβίση των δερβίσηδων
    αιτιατική τον δερβίση τους δερβίσηδες
     κλητική δερβίση δερβίσηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δερβίσης < λόγια επίδραση στο ντερβίσης

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ðeɾˈvi.sis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δερ‐βί‐σης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

δερβίσης αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία