δερβίσικων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
δερβίσικων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του δερβίσικος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του δερβίσικος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του δερβίσικος
δερβίσικων