↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δεκάδιπλος η δεκάδιπλη το δεκάδιπλο
      γενική του δεκάδιπλου της δεκάδιπλης του δεκάδιπλου
    αιτιατική τον δεκάδιπλο τη δεκάδιπλη το δεκάδιπλο
     κλητική δεκάδιπλε δεκάδιπλη δεκάδιπλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δεκάδιπλοι οι δεκάδιπλες τα δεκάδιπλα
      γενική των δεκάδιπλων των δεκάδιπλων των δεκάδιπλων
    αιτιατική τους δεκάδιπλους τις δεκάδιπλες τα δεκάδιπλα
     κλητική δεκάδιπλοι δεκάδιπλες δεκάδιπλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δεκάδιπλος < δεκά- + διπλός

  Επίθετο

επεξεργασία

δεκάδιπλος, -η, -ο

  1. δεκαπλάσιος, δεκαπλός
  2. που τον έχουν διπλώσει σε δέκα πτυχές

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία