δεικτοποιημένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δεικτοποιημένος < δείκτ(ης) + -ο- + -ποιημένος
Επίθετο επεξεργασία
δεικτοποιημένος
- που είναι συνδεμένος με κάποιο δείκτη
- δεικτοποιημένα αμοιβαία κεφάλαια
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
δεικτοποιημένος
|