δαφνοκερασιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δαφνοκερασιά | οι | δαφνοκερασιές |
γενική | της | δαφνοκερασιάς | των | δαφνοκερασιών |
αιτιατική | τη | δαφνοκερασιά | τις | δαφνοκερασιές |
κλητική | δαφνοκερασιά | δαφνοκερασιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαδαφνοκερασιά θηλυκό
- (φυτό) το είδος Κερασέα η δαφνοκέρασος: αειθαλής θάμνος με μεγάλα μακρόστενα φύλλα και μικρά άσπρα άνθη σε ταξιανθίες
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία δαφνοκερασιά
Πηγές
επεξεργασία- δαφνοκερασιά (Prunus lauricerasus) - Φαρμακευτικά φυτά της Ηπείρου - Εργαστήριο Φαρμακολογίας της Σχολής Επιστημών Υγείας (Τμήμα Ιατρικής), Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, 2007‑2013