Ετυμολογία

επεξεργασία
Κερασέα η δαφνοκέρασος → δείτε τις λέξεις κερασέα και δαφνοκέρασος < μεταφραστικό δάνειο από διαγλωσσικούς όρους Prunus lauricerasus

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Κερασέα η δαφνοκέρασος θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία