Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κερασέα η δαφνοκέρασος → δείτε τις λέξεις κερασέα και δαφνοκέρασος < μεταφραστικό δάνειο από διαγλωσσικούς όρους Prunus lauricerasus

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κερασέα η δαφνοκέρασος θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία