ροδαφνιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ροδαφνιά | οι | ροδαφνιές |
γενική | της | ροδαφνιάς | των | ροδαφνιών |
αιτιατική | τη | ροδαφνιά | τις | ροδαφνιές |
κλητική | ροδαφνιά | ροδαφνιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ροδαφνιά < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ροδαφνιά θηλυκό
- (φυτό) συνώνυμο του δαφνοκερασιά