↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δακτυλοδεικτούμενος η δακτυλοδεικτούμενη το δακτυλοδεικτούμενο
      γενική του δακτυλοδεικτούμενου της δακτυλοδεικτούμενης του δακτυλοδεικτούμενου
    αιτιατική τον δακτυλοδεικτούμενο τη δακτυλοδεικτούμενη το δακτυλοδεικτούμενο
     κλητική δακτυλοδεικτούμενε δακτυλοδεικτούμενη δακτυλοδεικτούμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δακτυλοδεικτούμενοι οι δακτυλοδεικτούμενες τα δακτυλοδεικτούμενα
      γενική των δακτυλοδεικτούμενων των δακτυλοδεικτούμενων των δακτυλοδεικτούμενων
    αιτιατική τους δακτυλοδεικτούμενους τις δακτυλοδεικτούμενες τα δακτυλοδεικτούμενα
     κλητική δακτυλοδεικτούμενοι δακτυλοδεικτούμενες δακτυλοδεικτούμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δακτυλοδεικτούμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα του εν αχρηστία δακτυλοδεικτώ < από την (ελληνιστική κοινή) μετοχή του δακτυλοδεικτοῦμαι < δακτυλοδεικτῶ < δακτυλοδεικτέω

δακτυλοδεικτούμενος -η -ο

  • που τον δείχνουν με το δάχτυλο ως αρνητική προσωπικότητα, τον κατηγορούν για ανήθικη, ανέντιμη συμπεριφορά ή (παλιότερα) για παρανομία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία