Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δαγκανιάρης η δαγκανιάρα το δαγκανιάρικο
      γενική του δαγκανιάρη της δαγκανιάρας του δαγκανιάρικου
    αιτιατική τον δαγκανιάρη τη δαγκανιάρα το δαγκανιάρικο
     κλητική δαγκανιάρη δαγκανιάρα δαγκανιάρικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δαγκανιάρηδες οι δαγκανιάρες τα δαγκανιάρικα
      γενική των δαγκανιάρηδων των δαγκανιάρικων
    αιτιατική τους δαγκανιάρηδες τις δαγκανιάρες τα δαγκανιάρικα
     κλητική δαγκανιάρηδες δαγκανιάρες δαγκανιάρικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

δαγκανιάρης < δαγκάν(ω) + -ιάρης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Επίθετο επεξεργασία

δαγκανιάρης, -α, -ικο

  1. που δαγκώνει συχνά
    δαγκανιάρικο σκυλί
  2. που του αρέσει να δαγκώνει
  3. (μεταφορικά) που αρέσει να ενοχλεί τους άλλους, ο καυστικός[1]

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Ηλίας Ιω. Καμπανάς, Μονοτονικό Λεξικό της Δημοτικής: Ορθογραφικό, Ερμηνευτικό, Ετυμολογικό (Αθήνα: Οργανισμός Εκδόσεων Καμπανά 1990)