δίκλωνος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | δίκλωνος | η | δίκλωνη | το | δίκλωνο |
γενική | του | δίκλωνου | της | δίκλωνης | του | δίκλωνου |
αιτιατική | τον | δίκλωνο | τη | δίκλωνη | το | δίκλωνο |
κλητική | δίκλωνε | δίκλωνη | δίκλωνο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | δίκλωνοι | οι | δίκλωνες | τα | δίκλωνα |
γενική | των | δίκλωνων | των | δίκλωνων | των | δίκλωνων |
αιτιατική | τους | δίκλωνους | τις | δίκλωνες | τα | δίκλωνα |
κλητική | δίκλωνοι | δίκλωνες | δίκλωνα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈði.klo.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δί‐κλω‐νος
Επίθετο
επεξεργασίαδίκλωνος, -η, -ο
- που έχει δύο κλώνους
- ※ Στη δημοσιά σαν αγκαλιά / δίκλωνη ενός διαβήτη, / του αγέρα δάχτυλα στη χήτη / και μίλια στην κοιλιά (Γιώργος Σεφέρης, συλλογή Στροφή, Κοχύλια, Σύννεφα. ποίημα Αυτοκίνητο greek‑language.gr)
- που έχει δύο κλωστές
Μεταφράσεις
επεξεργασία δίκλωνος
|