γρύλισμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γρύλισμα < γρυλίζω + -μα < αρχαία ελληνική γρυλίζω < γρῦλος < γρῦ < (ηχομιμητική λέξη)
Ουσιαστικό επεξεργασία
γρύλισμα ουδέτερο
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του γρυλίζω
- η φωνή που βγάζει ένα γουρούνι
- παρόμοια απειλητική και υπόκωφη φωνή άλλου ζώου ή (μεταφορικά) ανθρώπου
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
γρύλισμα