γρυλισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γρυλισμός < αρχαία ελληνική γρυλισμός < γρῦλος < γρῦ < (ηχομιμητική λέξη) (λέξη που πλάστηκε κατ απομίμηση του ήχου, της φωνής που βγάζουν κυρίως τα γουρουνάκια)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγρυλισμός αρσενικό
- άλλη μορφή του γρύλισμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία γρυλισμός
|