γραμμοστρεφής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | γραμμοστρεφής | η | γραμμοστρεφής | το | γραμμοστρεφές |
γενική | του | γραμμοστρεφούς* | της | γραμμοστρεφούς | του | γραμμοστρεφούς |
αιτιατική | τον | γραμμοστρεφή | τη | γραμμοστρεφή | το | γραμμοστρεφές |
κλητική | γραμμοστρεφή(ς) | γραμμοστρεφής | γραμμοστρεφές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | γραμμοστρεφείς | οι | γραμμοστρεφείς | τα | γραμμοστρεφή |
γενική | των | γραμμοστρεφών | των | γραμμοστρεφών | των | γραμμοστρεφών |
αιτιατική | τους | γραμμοστρεφείς | τις | γραμμοστρεφείς | τα | γραμμοστρεφή |
κλητική | γραμμοστρεφείς | γραμμοστρεφείς | γραμμοστρεφή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- γραμμοστρεφής < γραμμή + -ο- + -στρεφής ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική line-oriented)
Ουσιαστικό επεξεργασία
γραμμοστρεφής θηλυκό
- (για αεροπορικές πτήσεις) που είναι προσανατολισμένος στη γραμμή δρομολογίων
- γραμμοστρεφής πτητική εκπαίδευση
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
γραμμοστρεφής