Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γορίλλας οι γορίλλες
      γενική του γορίλλα των γορίλλων
    αιτιατική τον γορίλλα τους γορίλλες
     κλητική γορίλλα γορίλλες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Ένας γορίλλας

  Ετυμολογία επεξεργασία

γορίλλας < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική gorilla < αρχαία ελληνική Γόριλλαι (φυλή τριχωτών γυναικών)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γορίλλας αρσενικό

  1. (θηλαστικό ζώο) το μεγαλύτερο εν ζωή είδος πιθήκου. Ανήκει στα πρωτεύοντα θηλαστικά. Είναι φυτοφάγος και ενδημεί στα δάση της Αφρικής.
  2. (μεταφορικά) ο σωματοφύλακας, ο μπράβος
    ήρθε συνοδευόμενος από τους γορίλλες του

Άλλες γραφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία