bodyguard
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
bodyguard | bodyguards |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
bodyguard (en)
- (επάγγελμα) ο σωματοφύλακας
- ⮡ His bodyguards were accompanying him.
- Τον συνοδεύαν οι σωματοφύλακές του.
- ⮡ His bodyguards were accompanying him.