Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
goryl
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Πολωνικά (pl)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Συγγενικά
Πολωνικά
(pl)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
goryl
<
γαλλική
gorille
<
αρχαία ελληνική
Γορίλλαι
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
ˈɡɔrɨl
/
ⓘ
(
βοήθεια
·
αρχείο
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
goryl
(pl)
αρσενικό
(
θηλαστικό ζώο
) ο
γορίλλας
Συγγενικά
επεξεργασία
gorylek
goryli
gorylica
gorylisko
gorylątko