Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
gorille gorilles

gorille (fr) αρσενικό

  1. (θηλαστικό ζώο) ο γορίλλας
  2. (μεταφορικά) (οικείο) ο σωματοφύλακας