↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γομωμένος η γομωμένη το γομωμένο
      γενική του γομωμένου της γομωμένης του γομωμένου
    αιτιατική τον γομωμένο τη γομωμένη το γομωμένο
     κλητική γομωμένε γομωμένη γομωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γομωμένοι οι γομωμένες τα γομωμένα
      γενική των γομωμένων των γομωμένων των γομωμένων
    αιτιατική τους γομωμένους τις γομωμένες τα γομωμένα
     κλητική γομωμένοι γομωμένες γομωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γομωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου γομώ και γομώνω

γομωμένος, -η, -ο

  1. (για όπλο) γεμισμένος με μπαρούτι και με το βόλι
  2. (στη μαγειρική) παραγεμισμένος (με διάφορα υλικά)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία