γομωμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γομωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου γομώ και γομώνω
Μετοχή επεξεργασία
γομωμένος, -η, -ο
- (για όπλο) γεμισμένος με μπαρούτι και με το βόλι
- (στη μαγειρική) παραγεμισμένος (με διάφορα υλικά)
Μεταφράσεις επεξεργασία
γομωμένος
|