Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γλωσσοφαγωμένος η γλωσσοφαγωμένη το γλωσσοφαγωμένο
      γενική του γλωσσοφαγωμένου της γλωσσοφαγωμένης του γλωσσοφαγωμένου
    αιτιατική τον γλωσσοφαγωμένο τη γλωσσοφαγωμένη το γλωσσοφαγωμένο
     κλητική γλωσσοφαγωμένε γλωσσοφαγωμένη γλωσσοφαγωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γλωσσοφαγωμένοι οι γλωσσοφαγωμένες τα γλωσσοφαγωμένα
      γενική των γλωσσοφαγωμένων των γλωσσοφαγωμένων των γλωσσοφαγωμένων
    αιτιατική τους γλωσσοφαγωμένους τις γλωσσοφαγωμένες τα γλωσσοφαγωμένα
     κλητική γλωσσοφαγωμένοι γλωσσοφαγωμένες γλωσσοφαγωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

γλωσσοφαγωμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου γλωσσοτρώγω

  Μετοχή επεξεργασία

γλωσσοφαγωμένος, -η, -ο

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία