γλωσσοφαγωμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γλωσσοφαγωμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου γλωσσοτρώγω
Μετοχή
επεξεργασίαγλωσσοφαγωμένος, -η, -ο
- που τον έχουν γλωσσοφάει, τον έχουν κακολογήσει
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία γλωσσοφαγωμένος
|