γλωσσοφαγωμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαγλωσσοφαγωμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του γλωσσοφαγωμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του γλωσσοφαγωμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του γλωσσοφαγωμένος