↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γλυκόφωνος η γλυκόφωνη το γλυκόφωνο
      γενική του γλυκόφωνου της γλυκόφωνης του γλυκόφωνου
    αιτιατική τον γλυκόφωνο τη γλυκόφωνη το γλυκόφωνο
     κλητική γλυκόφωνε γλυκόφωνη γλυκόφωνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γλυκόφωνοι οι γλυκόφωνες τα γλυκόφωνα
      γενική των γλυκόφωνων των γλυκόφωνων των γλυκόφωνων
    αιτιατική τους γλυκόφωνους τις γλυκόφωνες τα γλυκόφωνα
     κλητική γλυκόφωνοι γλυκόφωνες γλυκόφωνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γλυκόφωνος < ελληνιστική κοινή γλυκύφωνος < αρχαία ελληνική γλυκύς + φωνή. Μορφολογικά αναλύεται σε γλυκό- + -φωνος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɣliˈko.fo.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γλυ‐κό‐φω‐νος

  Επίθετο

επεξεργασία

γλυκόφωνος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία