γλυκόριζα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γλυκόριζα < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή γλυκύρριζα < γλυκύς (γλυκό-) + ρίζα
Ουσιαστικό επεξεργασία
γλυκόριζα θηλυκό
- (φυτό) ποώδες φυτό του οποίου οι ρίζες έχουν γλυκιά γεύση και χρησιμοποιούνται στη φαρμακοποιία, ζαχαροπλαστική, αρτοποιία κ.α.