Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φαρμακοποιία οι φαρμακοποιίες
      γενική της φαρμακοποιίας των φαρμακοποιιών
    αιτιατική τη φαρμακοποιία τις φαρμακοποιίες
     κλητική φαρμακοποιία φαρμακοποιίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φαρμακοποιία < φάρμακο + -ποιία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φαρμακοποιία θηλυκό

  1. (φαρμακευτική) H Φαρμακοποιία περιέχει προδιαγραφές που αφορούν κυρίως τον έλεγχο, αλλά και την παραγωγή φαρμακευτικών α΄ υλών και σκευασμάτων.
  2. ο τομέας της παρασκευής και πώλησης φαρμάκων
    Περνάει κρίση η ελληνική φαρμακοποιία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία