Ετυμολογία

επεξεργασία
liquirìzia < λατινική liquiritia

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

liquirìzia (it)

  1. (φυτό) το φυτό γλυκόριζα
  2. (ιατρική) ο χυμός της γλυκόριζας που χρησιμοποιείται στην ιατρική
  3. (γαστρονομία) χρησιμοποιείται στην ζαχαροπλαστική