γλυκοκοιταγμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γλυκοκοιταγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου γλυκοκοιτάζω
Μετοχή επεξεργασία
γλυκοκοιταγμένος
- που κάποια τον έχει γλυκοκοιτάξει (ή κάποιος την έχει γλυκκοιτάξει), για ερωτικό βλέμμα συνήθως
Μεταφράσεις επεξεργασία
γλυκοκοιταγμένος
|