Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γλυκοκοιταγμένος η γλυκοκοιταγμένη το γλυκοκοιταγμένο
      γενική του γλυκοκοιταγμένου της γλυκοκοιταγμένης του γλυκοκοιταγμένου
    αιτιατική τον γλυκοκοιταγμένο τη γλυκοκοιταγμένη το γλυκοκοιταγμένο
     κλητική γλυκοκοιταγμένε γλυκοκοιταγμένη γλυκοκοιταγμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γλυκοκοιταγμένοι οι γλυκοκοιταγμένες τα γλυκοκοιταγμένα
      γενική των γλυκοκοιταγμένων των γλυκοκοιταγμένων των γλυκοκοιταγμένων
    αιτιατική τους γλυκοκοιταγμένους τις γλυκοκοιταγμένες τα γλυκοκοιταγμένα
     κλητική γλυκοκοιταγμένοι γλυκοκοιταγμένες γλυκοκοιταγμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

γλυκοκοιταγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου γλυκοκοιτάζω

  Μετοχή επεξεργασία

γλυκοκοιταγμένος

  • που κάποια τον έχει γλυκοκοιτάξει (ή κάποιος την έχει γλυκκοιτάξει), για ερωτικό βλέμμα συνήθως

  Μεταφράσεις επεξεργασία